- ενρίπτω
- ἐνρίπτω (Α) [ρίπτω]ρίχνω κάτι πάνω ή μέσα σε κάτι(«ὁ δὲ πρῶτος ἀνελθὼν ἐνρίπτει ἑαυτὸν κατὰ τοῡ τείχους ἐς τὴν πόλιν», Αρρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έρριψις — ἔρριψις, ἡ (Α) [ενρίπτω] η κατάρριψη, η κατάπτωση … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek